Tabaréu - ορισμός. Τι είναι το Tabaréu
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι Tabaréu - ορισμός


tabaréu      
s.m. (-1711 cf. COBr) pej.
1 soldado inexperiente, ingênuo
2 p.ext. qualquer pessoa acanhada
3 p.us. oficial ordinário, preguiçoso
4 fig. indivíduo inapto para realizar suas próprias tarefas
5 (-1899) B m.q. caipira ('indivíduo')
-gram fem.: tabaroa
-etim segundo Nasc., tupi taba're 'propenso à aldeia' (cf. tupi 'tawa 'aldeia'); AGC, embora não identificando o étimo, registra o voc. como 'indivíduo bisonho; caipira, matuto', conforme Silveira Bueno, 'o que vive na aldeia; caipira'; já Teodoro Sampaio decompõe a pal. em taba + re 'de aldeia diferente'; é possível ter havido infl. de -éu ou -aréu , pois os étimos supostos formariam um voc. port. tabaré ; cp. 1 taba ; f.hist. 1711 tabarêo , 1813 tabaréu , 1836 tabareu , 1855 tabarôa -sin/var ver sinonímia de caipira -ant ver antonímia de caipira
Tabaréu      
m.
Soldado bisonho.
Fig.
Homem inhenho, acanhado.
Bras.
Matuto; caipira.
Des.
Official ordinário ou mandrião.
tabaréu      
sm (tupi tabaré)
1 Recruta mal exercitado.
2 Homem acanhado, tímido.
3 Caipira, matuto, sertanejo.
4 Indivíduo que se embaraça no falar.
5 Pessoa que desempenha mal as obrigações que se acham a seu cargo.
6 ant Oficial ordinário ou mandrião
Fem: tabaroa (ô).